- ελατότητα
- Η ιδιότητα ενός υλικού να μπορεί να διαμορφωθεί με σφυρηλάτηση ή με έλαση (συνεχή συμπίεση σε θερμή ή ψυχρή κατάσταση, ανάμεσα σε δύο παράλληλους κυλίνδρους που στρέφονται αντίθετα) και να μεταβληθεί εύκολα, χωρίς να σπάει, σε φύλλα. Η ε. είναι μία από τις ιδιότητες των μετάλλων και μεταβάλλεται πολύ με τη θερμοκρασία (γενικά αυξάνεται με αυτή). Το πιο ελατό από τα μέταλλα είναι ο χρυσός, από τον οποίο μπορούν να κατασκευαστούν φύλλα πάχους 1/10.000 του χιλιοστού.
* * *ηη ιδιότητα τών μετάλλων που εκτείνονται με τη σφυρηλάτηση ή την έλαση χωρίς να σπάνε.
Dictionary of Greek. 2013.